- χειροκρότηση
- ηβλ. χειροκρότημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειροκρότηση — η, Ν το χειροκρότημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροκροτώ. Η λ., στον πληθ. χειροκροτήσεις, μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] … Dictionary of Greek
χειροκρότημα — το, ατος η κρούση της μίας παλάμης με την άλλη, η επιδοκιμασία με τη χειροκρότηση: Tον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)